- τιθασεύεται
- τιθασεύωtamepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαλόπιαστος — η, ο [καλοπιάνω] 1. αυτός που δεν πιάνεται εύκολα με τα χέρια 2. αυτός που δεν τόν έχουν πιάσει με το καλό, δεν τού έχουν φερθεί ευγενικά 3. όποιος δεν παίρνει από καλοπιάσματα, δεν υποχωρεί σε παρακλήσεις, δύστροπος 4. (ζώο) που δεν τιθασεύεται… … Dictionary of Greek
δυστιθάσευτος — η, ο (AM δυστιθάσευτος, ον) αυτός που δύσκολα τιθασεύεται ή εξημερώνεται … Dictionary of Greek
ευτιθάσευτος — εὐτιθάσευτος, ον (Α) (για ελέφαντες) αυτός που τιθασεύεται εύκολα, που εξημερώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τιθασεύω] … Dictionary of Greek
τιθασευτικός — ή, όν, Α [τιθασεύω] ο κατάλληλος, ο ικανός να εξημερώνει ή αυτός που εύκολα τιθασεύεται … Dictionary of Greek